-
1 ἐντίθημι
Aἐνθέμεν Thgn.430
:— put in (esp. put on board a ship),οἶνον ἐρυθρὸν ἐνθήσω Od.5.166
; :—freq. in this sense in [voice] Med.,κτήματά τ' ἐντιθέμεσθα Od.3.154
, cf. X.An.1.4.7, Oec.20.28;ἐν δ' ἱστὸν τιθέμεσθα.. νηΐ Od.11.3
;ἐνθέσθαι εἰς τὴν ναῦν φορτία D.34.6
.2 generally, put in or into,ἐνέθηκε δὲ χερσὶν ἅρπην Hes.Th. 174
;χειρὶ δ' ἔνθες ὀξύην E.Heracl. 727
;σε μήτηρ ἐνθεμένη λεχέεσσι Il.21.123
;ἐντιθέναι αὐχένα ζυγῷ E.Hec. 376
, cf. 1045; alsoἔς τι Hdt.2.73
, Ar. Ach. 920;ἐς τὼ κοθόρνω τὼ πόδ' ἐνθείς Id.Ec. 346
, cf. V. 1161:—[voice] Med., .b metaph.,ἐνθέμεν φρένας ἐσθλάς Thgn.430
;ἄρτι μοι τὸ γῆρας ἐντίθησι νοῦν Pherecr. 146.6
;ἐ. ἀθυμίαν Pl.Lg. 800c
;ἰσχύν D.3.33
; ἐνθεῖναι φόβον inspire fear, X.An.7.4.1, etc.;ἐ. ταῖς χορδαῖς τὴν ἁρμονίαν Plot.4.7.8
:—so in [voice] Med., χόλον ἔνθεο θυμῷ thou hast stored up wrath in thy heart, Il.6.326;κότον ἔνθετο θυμῷ Od.11.102
; opp.ἵλαον ἔνθεο θυμόν Il. 9.639
;τὴν εἴς τινα εὔνοιαν PMag.Lond.125.26
; μῦθον πεπνυμένον ἔνθετο θυμῷ laid it to his heart, Od.21.355; μή μοι πατέρας.. ὁμοίῃ ἔνθεο τιμῇ put not our fathers in like honour, Il.4.410.3 put in the mouth, ; ψώμισμα (sc. τῶν νηπίων στόματι) Plu. 2.320d:—[voice] Med., ἐνθοῦ put in, i.e. eat, Ar.Eq.51; cf.ἔνθεσις 11
.7 of cautery,ἐνθεῖναι ἐσχάρας Id.Art.11
, cf. Paul.Aeg.6.44.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐντίθημι
-
2 κότος
κότος, ὁ, dauernder Zorn, Groll, nach den alten Erkl. stärker u. dauernder als χόλος u. μῆνις; vgl. Il. 1, 81, εἴ περ γάρ τε χόλον γε καὶ αὐτῆμαρ καταπέψῃ, ἀλλά γε καὶ μετόπισϑεν ἔχει κότον, ὄφρα τελέσσῃ, wie 13, 516 δὴ γάρ οἱ ἔχεν κότον ἐμμενὲς αἰεί, Groll gegen ihn; ὅ τοι κότον ἔνϑετο ϑυμῷ Od. 11, 102, welcher Zorn gegen dich gefaßt hat; auch τοῖσιν κότον αἰνὸν ἔϑεσϑε, Il. 8, 449; ὁπόταν τις ἀμείλιχον καρδίᾳ κότον ἐνελάσῃ Pind. P. 8, 9; oft bei Aesch., δαιμόνων κότῳ Ag. 621, wie Διός u. ä. öfter; ὀλέϑριον πνέουσ' ἐν ἐχϑροῖς κότον, Zorn schnauben, Ch. 940, vgl. Eum. 804; Soph. hat das Wort gar nicht, Eur. nur Rhes. 827, μὴ κότον μοι ἐφῇς. – In Prosa erst bei Sp., wie D. Hal. 9, 51.
-
3 κότος
κότος, ὁ,A grudge, rancour, ill-will, more inveterate than χόλος, Il.1.82 (cf. 81);τοῖσιν κ. αἰνὸν ἔθεσθε 8.449
;τοῖσιν κότον αἰνὸν ἐνήσεις 16.449
;κότον ἔνθετο θυμῷ Od.11.102
; : freq. in A., δαιμόνων κότῳ, Λοξίου κ., Ag. 635, 1211;βαρὺς.. Ζηνὸς ἱκεσίου κ. Supp. 347
; τοῦ θανόντος ἡ Δίκη πράσσει κότον exacts vengeance for him, Fr.266.5; never in S., once in E.(?), Rh. 828 (lyr.).—Poet. and late Prose, D.H.9.51. -
4 κότος
κότος, ὁ, dauernder Zorn, Groll, stärker u. dauernder als χόλος u. μῆνις; δὴ γάρ οἱ ἔχεν κότον ἐμμενὲς αἰεί, Groll gegen ihn; ὅ τοι κότον ἔνϑετο ϑυμῷ, welcher Zorn gegen dich gefaßt hat; ὀλέϑριον πνέουσ' ἐν ἐχϑροῖς κότον, Zorn schnauben
См. также в других словарях:
κότος — κότος, ὁ (Α) διαρκής οργή, έχθρα, μίσος, μνησικακία («ὅ τοι κότον ἔνθετο θυμῷ», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. ανάγεται πιθ. σε θέμα κοτεσ ουδ. ουσ. (*κότος, το), πρβλ. κοτέσ σασθαι (αόρ. τού κοτέω), οπότε συνδέεται με κελτικές και… … Dictionary of Greek